ἀπομουρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομουρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομουρώνω Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μούρη.
Σημασιολογία
1) Πράττω τι ἀναιδῶς πως, ἀποτολμῶ Νάξ. (᾿Απύρανθ.): ᾿Επομούρωσα κ’ ἤbηκα μέσα, μὰ πετάξασί μ᾿ ὄξω. ᾿Απομούρωσε, πάαινε ζήτηξέ τση τα. Συνών. ἀποδιˬαντρέπω 1. 2) Τρώγω ἀπλήστως οἱονεὶ μὴ προσέχων εἰς ἄλλο τι Κρήτ.: Ἀπομούρωσενε ’ς τὸ φαητὸ καὶ δὲ bορεῖ ν’ ἀποστομωθῇ. 3) Εἶμαι προσηλωμένος εἴς τι Κρήτ. Μετοχ. ἀπομουρωμένος = ὁ ὑποστὰς ἐπίπληξιν, κατῃσχυμμένος Νάξ. (’Απύρανθ.): ᾽Απομουρωμένο τὸν ἔχουνε καὶ δὲ μιλεῖ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA