ἀπομπλέκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομπλέκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μετοχή

Τυπολογία

ἀπομπλέκω, μετοχ. ἀποbλεμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μπλέκω. Πβ. καὶ ΙΒογιατζίδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ. 28 (1916) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 117.

Σημασιολογία

Μετοχ. 1) ’Ανάπηρος, νωθρὸς τὸν νοῦν: Στραβὴ κιˬ ἀποbλεμένη δὲν εἶσαι νὰ ἰδῇς (νὰ ἰδῇς = ὥστε νὰ μὴ ἴδῃς). 2) Ὁ ἀποθαμένος: Φρ. Διˬάλε τ᾿ς ἀποbλεμένους σου! ᾽Αντίθ. ἀπομεινάρις Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/