ἀπομπουνταλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομπουνταλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομπουνταλιˬάζω ἀμάρτ. ἀποbουdαλιάζω Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μπουνταλιˬάζω.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι ἐντελῶς ἀνόητος, ἀποβλακώνομαι: Ἐποbουdάλιˬασε μαζί dως και᾽ δὲ γατέει εἶδα λέει (δὲ γατέειι = δὲν κατέχει, δὲν ἠξεύρει) ᾿Αποbουdαλιˬασμένος εἶναι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA