ἀγάθας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάθας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάθας ἐπίθ. Κῶς Θηλ. ἀγάθα Κάλυμν. Κῶς κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαθός. Ὁ μετασχηματισμὸς κατὰ τὸ συνών. βλάκας.
Σημασιολογία
Ἀνόητος, εὐήθης, μωρὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸν ἀγάθα, τί πῆγε κ᾿ ἔκαμε! Κῶς Εἶν᾿ ἀγάθα ἡ καηˬμένη! αὐτόθ. Ἔι ἀγάθα, ποῦ ξενοΐστητσες τσ᾿ ᾿ὲν ἀκούεις! (ποῦ ἀφῃρέθης τὸν νοῦν καὶ δὲν ἀκούεις) Κάλυμν. Συνών. ἀγαθιˬάρις, ἀγαθόπουλλος, ἀγαθὸς Α3, ἀγαθούκλης, ἀγαθούλλης, ἀγαθωτὸς 2, κουτός, χαζός. Πβ. ἀγαθομαρία, ἀγαθομαροῦσα, ἀγαθομηλεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA