ἀγαθεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαθεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγαθεύω Κῶς, Χηλ. -Λεξ. Περίδ. Λεγρ. ἀγαθεύου Σάμ. ἀαθεύγω Κάρπ. ᾿γαθεύω Κάλυμν. Κῶς κ.ἀ. ᾿γαθεύγω Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀγαθός.
Σημασιολογία
1)Περισπῶμαι, ἀφαιροῦμαι τὸν νοῦν, ἐξίσταμαι Κάλυμν. Κῶς Σάμ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ.: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ᾿γάθεψε Κάλυμν. Ἠγάθεψα νὰ θωρῶ τὰ θάματα ἐκεῖνα Κῶς Τί ἔπαθες ἐκεῖ, ἀγάθεψες; αὐτόθ. Ἰμεῖς ἀγαθέψαμι κὶ τοὺν ἀκούαμι κ᾿ ἔλιι (τὸν ἠκούομεν ἔκθαμβοι ὁμιλοῦντα) Σάμ. ᾿Γαθεμένος ἄνθρωπος Κῶς Κεῖνο αλισμένο μὲ τοῦ νύπνου τὴ βύθιι καὶ ᾿γαθεμένο μὲ τοῦ φαρμακωμένου γαλάτου τὴν ἰδέαν ἐθαρροῦε πῶς τοῦ τὸ αλεύγανε (τὸ κορμίν του δηλ.) οἱ κύλλοι νὰ τὸφ φάνε (ἐκ παραμυθ.) Κῶς β)Φαίνομαι ὡς βλάξ, μωραίνω, ἀνοηταίνω Κάλυμν. Κάρπ.:᾿Ὲν τονε ξέρεις τὸν δεῖνα, ᾿κεῖνον ποῦ ᾿γαθεύγει; Κάλυμν. Φαίνεται πῶς ἀαθεύγει Κάρπ. 2)Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ὕπνου ἀρχίζω νὰ κοιμῶμαι Χηλ.: Ἐκεῖ ποῦ ἀγάθεψα τινάχτηκα. Συνών. ἀποκαρώνω, βυθίζομαι, καρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA