ἀγκιστρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκιστρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκιστρώνω Ἀμοργ. Ζάκ. Θρᾴκ. Παξ. κ.ἀ. ἀgιστρώνου Σάμ. ἀντζιστρούου Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀγκιστρῶ.
Σημασιολογία
1)Περνῶ εἰς τὸ ἄγκιστρον, οἷον δόλωμα, περιπλέκω εἰς τὸ ἄγκιστρον ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δολώνων. 2) Συλλαμβάνω διὰ τοῦ ἀγκίστρου ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγκιστρώθηκε τὸ ψάρι Ἀμοργ. Κοίταξε ποῦ ἀναδεύεις τ᾿ ἀγκίστριˬα μὴν ἀγκιστρωθῇς κ᾿ ἔπειτα γυρεύῃς νὰ σὲ ξαγκιστρώσουν Παξ. 3)Μεταφ. δίδω σχῆμα ἀγκίστρου Τσακων. κ.ἀ.: Ἀντζιστροῦκα ἔγκι τὸ σιδεράτσι (ἔδωκα τὸ σχῆμα τοῦ ἀγκίστρου εἰς αὐτὸ τὸ σ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA