ἀσημοχρύσαφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοχρύσαφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσημοχρύσαφος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 118 –Λεξ. Βλαστ. 348.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσημοχρύσαφο ἢ ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ χρυσάφι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ κατεσκευασμένος: Τὰ ἄρματα τὰ ἀσημοχρύσαφα. Πβ. ἀσημόχρυσος. 2) Ὁ ἔχων χρῶμα ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/