ἀσήμωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσήμωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσήμωτος ἐπίθ. ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσημωτὸς τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ- προσλαβόντος σημ. στερητ. διὰ τῆς προπαροξυτονίας. ᾽Ιδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐπενδεδυμένος δι’ ἀργύρου ἢ μὴ ἐπηργυρωμένος ἔνθ’ ἀν.: Εἰκόνα ἀσήμωτη ἐνιαχ. 2) Ὁ μὴ διὰ χρημάτων δεκασθεὶς Λεξ. Δημητρ.: Γιὰ νὰ τελε͜ιώσω τὴν ὑπόθεσί μου κἀνένα δὲν ἄφησα ἀσήμωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA