ἀσίγητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίγητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσίγητα ἐπίρρ. ΣΜαρτζώκ. Νέα ποιήμ. 48 –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀσίητου Μακεδ. (Ραδοχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσίγητος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ παύῃ τι, ἀκαταπαύστως ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς τρώει ἀσίητου Ραδοχώρ. Τρών ἀσίητου αὐτόθ. ‖ Ποίημ. Ἀγάπη, ἀγάπη, ζωὴ κιˬ ἀνάστασι, μέσα ’ς τοὺς κόσμους ᾿γροικε͜ιέται ἀσίγητα ΣΜαρτζώκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA