ἀσίτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσίτευτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. σιτευτὸς<σιτεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὡριμάσας καλῶς ἐνιαχ.: Ἀσίτευτα σπαρτά. 2) Ὁ μὴ ἀφεθεὶς ἐπί τινα χρόνον ἀμαγείρευτος ὥστε νὰ γίνῃ τρυφερὸς καὶ εὔγευστος, ἐπὶ κρέατος πολλαχ.: Ἀσίτευτο κρέας. Ἀντίθ. σιτεμένος (ἰδ. σιτεύω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA