ἀθίβολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθίβολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀθίβολος ὁ, Θρᾴκ. (᾿Επιβάτ.) Νικομήδ. Πόντ. (Κερασ κ.ἀ.) -Λεξ. Περιδ. Βυζ. ἀνθίβολος Πόντ.(Κοτύωρ. Σάντ.) ἀθίβαλος Πόντ. (Τραπ.) ἀνθίβολον τό, Πόντ. (᾿Αμισ.) ἀθίβολον Πόντ. (᾽Αμισ. Κοτύωρ. Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμφίβολος. Πβ. Δεξ. Βυζ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1910) 10 κἑξ. κατ’ ἀνομ. ἐκ τοῦ ἀφίβολος-ἀθίβολος ἕνεκα τοῦ ἑπομένου β.

Σημασιολογία

Εἶδος δικτύου διὰ χειρὸς ριπτομένου ἔνθ’ ἀν.: ᾽Ετσέρτσεν τὸν ἀθίβολον (ἐτσέρτσεν=ἐξέσχισε) Κοτύωρ. ᾿Ετσερίεν-ἐδελεν ἀθίβολον (ἐτσερίεν=ἐξεσχίσθη, ἐδελεν=περιεπλάκη) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/