ἄσκαφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκαφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσκαφτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἄσκαφτους βόρ. ἰδιωμ. ἄσκαφτε Τσακων. ἄσκαθτο Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ἄσκαφος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἄσκαφους βόρ. ἰδιώμ. ἀνάσκαφος Σύμ. ἄσκαβος πολλαχ. ἄσκαβους Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σκαφτὸς<σκάφτω, παρὰ τὸ σκάβω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἄσκαφος καὶ μεταγν.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διὰ σκαπάνης καλλιεργηθείς, ὁ μὴ σκαμμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἄσκαφτο ἀμπέλι-χωράφι κττ. Ἄσκαφτη σταφίδα σύνηθ. Ἄσκαφτον χωράφ’ Τραπ. || Φρ. Μπαίνω ’ς τ’ ἄσκαφτα (ὑπερβαίνω τὰ ἐσκαμμένα) Ζάκ. || Παροιμ. Ἕνας χρόνος ἄσκαφος, πέντε χρόνιˬα ἔρημος (ἐπὶ τῶν ἐκ μικρᾶς ἀμελείας προξενουμένων μεγάλων δυστυχημάτων) Σύμ. β) Συνεκδ. ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου οἱ ἀγροὶ δὲν ἔχουν σκαφῆ πολλαχ.: Ἀνάσκαφος ἐπόμεινα φέτι Σύμ. 2) Ὁ μὴ ἐκσκαφείς, ὁ μὴ διὰ σκαφῆς ἀνοιχθεὶς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ἄφησ’ ἕνα λάκκο ἄσκαφτο σύνηθ. Ἄσκαφτον ἔν’ τὸ ταφὶν Τραπ. 3) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ σκαφῇ, ὁ μὴ δεκτικὸς σκαφῆς ἐνιαχ.: Τοῦτο τὸ χωράφι εἶν᾿ ἄσκαφτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA