ἀγνωσία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγνωσία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγνωσία ἡ, Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Χίος- Λεξ. Κομ. ἀγνωσιˬὰ Πάρ. κ.ἀ.- ΑΜανούσ. Τραγούδ. 2,108 ἀγνωιˬὰ Κύπρ. ἀγνωσκιˬὰ Μῆλ. ἀγνωσὰ Χίος ἀναγνωσία Νίσυρ. ἀναγνωσιˬὰ Βιθυν. ἀναγνωςὰ Βιθυν. ἀνεγνωσία Πελοπν. (Λακων.) ἀνιγνουσιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγνωσία.
Σημασιολογία
1)Ἀσυνεσία, ἀπερισκεψία, ἄνοια, μωρία ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀσ᾿ σὴν ἀγνωσίαν σου ἔπαθες ἀέκα (οὕτω) Οἰν. Ἐσὺ ᾿ποὺ τὴν ἀγνωιˬάν σου ἔχασες τὴν τύην σου Κύπρ. Ἔχεις ἀγνωσία (εἶσαι ἀνόητος) Λακων. Τί ἀνεγνωσία εἶναι εὐτούνη! αὐτόθ. Ἡ ἀγνωσκιˬά σου δὲν ἔχει ὅρια! Μῆλ. Ἔκανε μεγάλη ἀναγνωσιˬὰ Βιθυν. || ᾌσμ. Τὰ κάλλη μου θυμήσου τα, τὲς ὀμορφιˬές μου πέ της, τές ἀγνωσιˬές μου τὲς πολλὲς μὴν τσῆ τὲς φανερώσῃς ΑΜανούσ. ἔνθ᾿ ἀν. Τὴν ὀμορφιˬά μου διˬέ τηνε, τὰ κάλλη μου παινοῦνται, τὴν ἀγνωσάν μου τὴν πολλὴ μὴ τὴν πολυκαυχᾶσαι Χίος. Ἤδη παρὰ μεταγν. καὶ τοῖς ἔπειτα. Πβ. Κ.Δ. (Ἐπιστ. Πέτρ. 1,2,15) «ἀγαθοποιοῦντας φιμοῦν τὴν τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσίαν» καὶ Σχολ. Εὐριπ. Ἑκάβ. 959 (ἔκδ. Dindorf) «ἀγνοίας· μωρίας, ἀγνωσίας». Συνών. ἀγνωθία. 2)Ἀγροικία, ἀδιακρισία Νίσυρ. Πόντ. (Τραπ.) Χίος- Λεξ. Κομ. || ᾎσμ. Ὦ Χάρε ἀφιλότιμε μὲ τὴν ἀναγνωσία, πῆρες τὸν ἥλιˬο ποῦ ᾿λαμπε Ἀθήνα καὶ Ρωσσία Νίσυρ. Ἤδη ἀρχ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τῆς ἀσημότητος καὶ ἀφανείας. Πβ. Πλάτ. Μενέξ. 238 d «οὔτε πενίᾳ οὔτ᾿ ἀγνωσίᾳ πατέρων ἀπελήλαται οὐδείς».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA