ἀγοραστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγοραστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγοραστὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀγοραστός.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἠγορασμένος, ὁ δι᾿ ἀγορᾶς κτηθεὶς Πόντ. (Τραπ.): Ἀγοῦτα τ᾿ ἀσπίτ ἐγὼ ᾿κ᾿ ἔχτισ᾿ ἀτα, ἀγοραστὰ ἔχ᾿ ἀτα. β)Πᾶς ὁ δυνάμενος νὰ ἀγορασθῇ, ὁ ἀγοραζόμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὅ,τι ὑπάρχει ἐξ εἰσοδήματος ἢ πρὸς ὅ,τι παρασκευάζεται ἐν τῷ οἴκῳ: Ἀγοραστὸ λᾴδι-παννὶ-σιτάρι-ψωμὶ κττ. Ὅλα ἀγοραστά, τίποτε δὲν ἔχομε σοδε͜͜ιακὸ κοιν. Τὸ πρᾶγμα ὅπου ἤφερε ἄλλο εἶχεν ἀγοραστὸν καὶ ἄλλο τοῦ εἶχαν χαρισμένο Πελοπν. (ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1801). Τοὶς ταγίζει τοὶς κατσίκες του φαγε͜ιὰ ἀγοραστὰ Ἀθῆν. Ἀγοραστὸ ψωμὶ τρώτε ἢ σπιτικό; Ἄνδρ. Ἀγοραστὸ καὶ μὲ τοῦ καbανοῦ τὸ τσικάνι δὲ dρώγω ἐγὼ τ᾿ ἀλεύρι (δηλονότι ἔχω αὐτὸ ἄφθονον καὶ ἐν τῷ οἴκῳ ἐναποθηκευμένον) Κρήτ. || Παροιμ. Ἀγοραστό, λιμαχτικὸ (ὅτι τὸ ἀγοραζόμενον δαπανᾶται μετὰ φειδοῦς) Κρήτ. Πελοπν. (Λάστ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ἐνιαχ. 2)Μεταφ. ὀλίγοις, βραχὺς Αἴγιν. Ἤπ.- ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 734: ᾌσμ. Γιˬατί διˬαβαίνεις πάρωρα καὶ τραγουδεῖς πανώρα͜ια, πὄχω τὸν ὕπν᾿ ἀγοραστὸ καὶ βαρυπλερωμένο; ΣΖαμπελ. ἔνθ᾿ ἀν. Ξυπνᾷς κ᾿ ἐμὲ τὸ δράκοντα μὲ τὴ δρακόντισσά μου, πὄχω τὸν ὕπν᾿ ἀγοραστὸ καὶ βαρεˬοπληρωμένο Ἤπ. Ποῦ ᾿χε τὸν ὕπν᾿ ἀγοραστὸ σαράντ᾿ ἁμάξιˬα μόσκο Αἴγιν. β)Σπάνιος, ἐξαίρετος, ἐπὶ ἡμέρας Κρήτ.: Ἀγοραστὲς μέρες (αἱ καλαὶ ἡμέραι τοῦ χειμῶνος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA