γελαστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γελαστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γελαστὰ ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γελαστὸς.
Σημασιολογία
Μετὰ γέλωτος: Τοῦ μίλησε-τὸν ρώτησε-ἀποκρίθηκε γελαστὰ. Συνών. γελαστικά 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA