ἀκούραστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκούραστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκούραστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀκούραστα Τσακων ἀκόραστες Σκῦρ. ἀκούρστος Πόντ. (Κερασ.) ἀκούραχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀκούραγος Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουραστὸς<κουράζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κουραζόμενος ἢ ὁ μὴ κουρασθείς, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος κοιν. καὶ Πόντ.: ’Ακούραστος ἄνθρωπος, ὅλο τρέχει καὶ ποτὲ δὲν κάθεται. 2) Ὁ ἀλύγιστος ἢ ὁ μὴ τεθλασμένος, ἐπὶ ξύλου συνήθως Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.): Τὸ ξύλον ἀκούραγον ἔν᾿. 3) Ὁ μὴ ἔχων πτυχάς, συνεπτυγμένος, λεῖος, ἐπὶ ὑφασμάτων, χάρτου κττ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/