ἀκούρευτος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούρευτος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκούρευτος ἐπίθ. (ΙΙ) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγούρευτος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ του στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κουρευτὸς<κουρεύω<Τουρκ. kourmak.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στηθείς, ὁ μὴ ἱδρυθεὶς Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Τὰ τεμέλ τῆ σπιτί’ ἀκόμαν ἀκούρευτα εἶν᾽ (τεμέλ₌θεμέλια) Κερασ. Χαλδ. 2) ᾿Ατακτοποίητος, ἀνεπίπλωτος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Τ’ ὁσπίτ’ν ἐμουν ἀκόμαν ἀγούρευτον ἔν’ Χαλδ. 3) Ἐπὶ ὡρολογίου, ὁ μὴ ἔχων τὸ ἐλατήριον ἐντεταμένον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εφέκα τὴν ὥρα μ᾽ ἀγούρευτον κ᾿ ἐστάθεν (ἐλησμόνησα τὸ ὡρολόγιόν μου ἀκούρδιστον καὶ ἐσταμάτησε) Χαλδ. Συνών. ἀκούρδιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA