ἀκούρφευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκούρφευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκούρφευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κουρφευτὸς<κουρφεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐπαινέσας ἑαυτὸν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Γούλ’ κουρφεύκουνταν κ’ ἐγὼ πάντα εἶμαι ἀκούρφευτος (ὅλοι αὐτοεπαινοῦνται, ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν αὐτοεπαινοῦμαι) Χαλδ. 2) Ὁ μὴ χρῄζων ἐπαίνων Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἀκούρφιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA