ἄκουσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκουσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄκουσμα τό, σύνηθ. ἄκουσμαν Κύπρ. Πόντ. (Σάντ.Τραπ.) ἄg’σμα Σάμ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄκουσμα.

Σημασιολογία

1) Φήμη, θρύλημα, συνηθέστερον ἐπὶ κακοῦ σύνηθ:᾽Εγίνηκες ἄκουσμα ᾿ς τὸν κόσμο Θήρ. Τὸ ἀκουσμάν του ἐξέβην εἰς οὕλ-λον τὸν κόσμον Κύπρ. Ἐγίνηκεν ἄκουσμα Κεφαλλ. Αὐτὸς ὁ λόγος ἠθά ’βγῃ ἄκουσμα Σίφν. Αὐτὴ ἔβγαλεν ἄκουσμα (ἐπὶ καλοῦ) Πελοπν. (Μάν.) Αὐτόνους ἔ’ ἄg’σμα Καλοσκοπ. Κἀμμιˬὰ θὰ σοῦ δώσω νὰ σ’ ἀφήσω ’ς τὸ dόπο νὰ᾽ενῇ ἄκουσμα ᾿ς τὸ gόσμο! Νάξ. || Παροιμ. Ἔβκαλεν τ᾽ ἄκουσμαν ὁ θεριστής τ’ ἔπ-πεσεν τ’ ἐτοιμᾶτουν (ἀπέκτησε φῆμην καὶ ἤδη ἀφροντιστεῖ. Ἐπὶ τοῦ ἀποκτήσαντος φήμην καὶ ἔπειτα μὴ φροντίζοντος περὶ οὐδενὸς) Κύπρ. || Ἆσμ. Ἄ πάω θῶ νὰ κρεμαστῶ ἀφ᾽ τῆς ἐλ͜αιᾶς τὸν κλῶνο, νὰ βγῇ ’ς τὸν κόσμο ἄκουσμα, -ἡ ἀγάπη κάμνει φόνο (’ὰ₌θὰ, θῶ₌θέλω) Χίος. Συνών ἀκοή 2, ὄνομα. β) ᾿Αγγελία, εἴδησις Εὔβ. -Λεξ. Περίδ. : Ἆσμ. Μόν’ θέλου νὰ μὲ θάψετε μ’ αὐτὰ τὰ ’ματωμένα, γιˬὰ νὰ πάῃ ἄκουσμα κάτου ’ς τὴ γῆ ’ς τὴ χώρα Εὔβ. 2) Τὸ διὰ τῆς ἀκοῆς αἴσθημα, ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀκούειν Πόντ (Κερασ. Τραπ.): ᾿Εσὺ ξάι ’κ’ ἀκούς, ἀΐκον ἄκουσμαν ντό θὰ ’φτάς ἀτο ; (σὺ διόλου δὲν ἀκοῦς, τοιαύτην ἀκοὴν τί θὰ τὴν κάμῃς: ᾿κ᾽ ἀκούς ἀντὶ ᾽κὶ ἀκούς) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/