ἀκουστὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκουστὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀκουστὰ ἐπίρρ. σύνηθ. ἀικουστὰ Κέρκ (᾿Αργυρᾶδ.) Πελοπν. (’Αρκαδ.) ἀικ’στὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἠκουστὰ Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) ἀκ’στὰ Θράκ. (Αἶν. Κομοτ.) Κυδων. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿κουστὰ Ἄνδρ. Σέριφ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκουστός.

Σημασιολογία

Ἐξ ἀκοῆς, συνήθως μετὰ τοῦ ρ. ἔχω, σπανίως δὲ τοῦ ξέρω ἔνθ’ ἀν. : Τό ’χω ἀκουστὰ (ἔχω μάθει ἐξ ἀκοῆς) σύνηθ. ᾽Ακουστὰ τὴν ἔχω καὶ ᾽ὼ τήν ὁστορία ’φτὴ (ὀστορία₌ἱστορία) Νάξ. ’Αιˬκουστὰ τά ᾿χ’νι πῶς αὐτεῖνα τ᾽ ἀμπέλιˬα τὰ εἷχι τοὺ μαναστήρ’ Αἰτωλ. Αὐτὸ τὸ ξέρω ἀκουστὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Καὶ μετὰ τῆς προσωπικῆς ἀντων. μου, σου κτλ : ᾿Ακουστά μου τό ’χω Εὔβ. κ. ἀ. Συνών. ἀγροικητά. Πβ. ἀκοὴ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/