ἀκράνοιχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκράνοιχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκράνοιχτος ἐπίθ. Θράκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀκρά’χτους Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀκράνοιγος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿κράνοιχτος Βιθυν.(Προῦσ.) Θράκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) ἀκρόνοιχτος ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 50 ᾿κρόν-νοιχτος Κυπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκρανοίγω.
Σημασιολογία
1) Ὀλίγον ἀνοικτός, ἡμιάνοικτος Βιθυν.(Προῦσ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θράκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) -ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄφησ’ τὴν πόρταν ᾿κρόν-νοιχτην γιὰ νὰ θωροῦμεν νάκ-κον κόσμον Κύπρ. ᾿Εφέκεν τὴν πόρταν τῆ μαντρί’ ἀκράνοιγον κ᾽ ἐξέβαν τ᾿ ἀρνία Τραπ. Χαλδ || Ἆσμ. Ἄφησ᾿ τὴν πόρταν ᾿κρόν-νοιχτην ταὶ τὸ λυχνάριν ν᾿ ἅφτῃ Κύπρ. Τὰ έρκα της ἐμείνασιν ᾽πάνω του κλειδιˬασμένα ται ᾿κρόν-νοιχτα τ᾿ ἀμ-μάδκιˬα της καρτί’ν του γυρισμένα (κλειδιˬασμένα=στερεωμένα ὡς διὰ κλειδός, καρτὶν=ἀπέναντι) αὐτόθ.-Ποίημ.: Πάρε τὸ μύρο τὸ ἀλαφρὸ | τοῦ ἀκρόνοιχτου ροδοστεφάνου ΙΓρυπαρ ἔνθ’ἀν. 2) Καθ’ ὁλοκληρίαν ἀνοικτὸς Θεσσ. (Ζαγορ.) Θράκ. (Σαρεκκλ.) : ᾿Φῆκε τὴ θύρα ᾿κράνοιχτη Σαρεκκλ. Συνών. ὀρθάνοιχτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA