ἀρματωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρματωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρματωσιˬὰ ἡ, Ζάκ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀρματωσίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀρματουσία Τσακων. ἀρματωσιˬὰ σύνηθ. ἀρματωσκιˬὰ Σίφν. ἀρματουσιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀρματωσὰ Δ. Κρήτ. Μεγίστ. Προπ. (Πάνορμ.) κ.ἀ. ἀρματωὰ Σκῦρ. ἀρματουσά Σάμ. ’ρματωσιˬὰ Σύμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρματωσιˬά, ὃ ἐκ τοῦ ἀρματωσία<ἀρμάτωσι.
Σημασιολογία
1) Τὸ σύνολον τῶν ὅπλων, ὁπλισμὸς, πανοπλία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Βάνει τὴν ἀρματωσιˬά του. Ἀκριβὴ ἀρματωσιˬὰ σύνηθ. Σιδερένιˬα ἀρματωσιˬὰ ΚΘεοτόκ. Οἰ σκλάβ. 43. || ᾎσμ. ᾿Επούλεσα τὸν μαῦρον μου κιˬ ὅλα τ’ ἀρματωσίας κ᾿ ἐπέρα λιχτρομάκελλον κ’ ἐγὼ ᾽ς σὸν ᾍδ’ ἐπῆγα, ἐλίχτρεψα κ᾽ ἐγρίζεψα καὶ τὴν ἀγάπη μ᾿ εὗρα (λιχτρομάκελλον=εἶδος σκαπάνης, ἐλίχτρεψα=ἐσκάλισα, ἐγρίζεψα=ἔσκαψα) Κερασ. Τραπ.-Ποιήμ. ᾿Πουμέσα ’ς τὴν ἀρματωσιˬὰ πατόκορφα κλεισμένος γυμνὸ βαστῶντας τὸ σπαθὶ ἐρχότουν θυμωμένος ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 115. Μὲ τ’ ἄλογά των σκίζουνε τὴν καταχνιˬὰ τοῦ λόγγου καὶ βγάζουν τοὶς ἀρματωσιˬὲς καὶ στέκουν συντροφιˬά σου ΓΣουρῆ Ἅπαντ 2,281. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 6127 (ἔκδ. JSchmitt) «τὰ ἄλογα καὶ τὰ φαρία καὶ τὲς ἀρματωσίες» καὶ Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 219 (ἕκδ. SLambros) «βλέπει καὶ τὴν ἀρματωσιὰ ὁπού ᾿τον φορεμένος». 2) Τὸ σύνολον τῶν ὀργάνων καὶ ἐξαρτυμάτων ἐν γένει τὰ ὁποῖα εἰναι ἀπαραίτητα διὰ τὴν κανονικὴν κίνησιν καὶ χρῆσιν τινός, οἷον ὁ ἐξαρτισμὸς πλοίου, ἱστοί, ἱστία, κῶπαι κττ., τὰ ἐξαρτύματα δικτύων καὶ παντὸς ἐν γένει ἁλιευτικοῦ ὀργάνου κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἡ ἀρματωσιˬὰ τῆς βάρκας-τοῦ καϊκιˬοῦ κττ. σύνηθ. 3) Ἔπιπλα καὶ πᾶν ἄλλο συντελοῦν εἰς τὴν καλὴν ἐμφάνισιν οἰκίας Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. 4) Τὸ σύνολον τῶν κοσμημάτων ἢ πολυτελοῦς ἐνδυμασίας Εὔβ. Ἤπ. Πόντ. (Τραπ.) Σκῦρ. Στερελλ. κ.ἀ.-ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 65.: Ἐφόρεσεν τὴν ἀρματωσίαν ἀτ’ς Τραπ. Οὕλ’ ἡ ἀρματωὰ ἔναι λιμπιστικὸ πρᾶμα (ἡ ἀρμ. ἐνν. τῆς νεονύμφου) Σκῦρ. Τὰ ᾿στούδ ἐγένταν ἕναν ὁλόχρυσον φορεσίαν μὲ τὰ παπούτα, μὲ τὰ κουρσία, μὲ ὅλα τ’ ἀρματωσίας (τὰ κόκκαλα ἔγιναν μία ὁλόχρυσος φορεσιὰ μὲ τὰ παπούτσια, μὲ τὰ κροσσία καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα. ᾿Εκ παραμυθ.) Τραπ. || Ποίημ. Ἀφίνω γε͜ιά, ψηλὰ βουνά, καὶ σᾶς, κοντορραχοῦλλες, ὁπ᾿ ἔχετε ἀρματωσιˬὰ μὲ χίλιˬα δυˬὸ στολίδιˬα ΣΜατσούκ. ἔνθ᾽ ἀν. 5) Χρυσᾶ κεντήματα ἐνδυμάτων Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA