ἀκρασόβρεχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρασόβρεχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκρασόβρεχτος ἐπίθ. Λεξ. ᾿Ελευθερουδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κρασοβρεχτὸς<κρασοβρέχω. Πβ. κρασοβρεξιˬά.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ βραχεὶς δι’ οἴνου, ἐπὶ τοῦ ταφέντος ἐν βίᾳ ἢ ἀδιαφορία ἄνευ τῶν παραδεδομένων ἐθίμων.: Τὸν ἔθαψαν ἀκρασόβρεχτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/