ἀρμεγάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεγάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμεγάδι τό, ἀλμεγάδιν Πόντ. (Κερασ.) ἀλμεγάδ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀρμεγάδι Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀρμιγάδ’ Θάσ. Λῆμν. Μακεδ. (Γκιουβ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρμεγάδι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀμελγόμενον ζῷον (ἐν Πόντ. συνήθως ἡ ἀγελάς): Πόσα ἀρμεγάδιˬα ἔχεις ποῦ βγάζεις τόσο τυρί; Λακων. Φέτους τ᾽ ἀρμιγάδιˬα μας δὲ βγάλαν γάλα Θασ. Ἔχω ἕναν ἀλμεγάδ’ καὶ δύο στειρὰ (ἔχω μίαν ἀγελάδα ἀμελγομένην καὶ δύο στείρας) Κρώμν. || Παροιμ. φρ. Καλὸν ἀλμεγάδ’ εὗρε (ἐπὶ ἐπιτηδείου ἐκμεταλλευομένου χρηματικῶς ἀγαθὸν ἄνθρωπον) Κοτύωρ. Συνών. ἀρμεχτήρι. 2) ᾽Επιθετικ., τὸ ἀμελγόμενον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Παροιμ. φρ. Ἅμον ἀλμεγάδιν χτῆνον (σὰν ἀγελὰς ἀμελγομένη. ᾽Ιδ. προηγουμένην συνών. φρ.) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ἀκολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2,44) «πεντακοσίους τζαγανοὺς ἀπὸ τὸ Ρήγιν ὅλον ἀρμεγάδια».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA