ἀρμεγάτορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεγάτορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμεγάτορας ὁ, Κρήτ. (Κατσιδ.) ἀρμεάτορας Νάξ. (Φιλότ.) ἀρμεατόρος Νάξ. (Φιλότ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άτορας. Τὸ ἀρμεατόρος ἐκ τοῦ πλὴθ. ἀρμεατόροι.
Σημασιολογία
Ἀρμεγάρις 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἤβαλα ἀρμεγάτορα ᾽ς τὰ ὀζά μου Κατσιδ. Κάτσετε δυˬὸ τρεῖς ἀρμεατόροι νὰ τ’ ἀρμέξωμε ᾽ερὰ ᾿ερὰ (γιερά, γλήγορα) Φιλότ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA