ἀρμεγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμεγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμεγὴ ἡ, Κρήτ.-ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 70 -Λεξ. Βλαστ. ’μουργὴ Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀμολγή. Τὸ ε παρὰ τὸ ο διὰ τὸ ἀρμέγω. Πβ. καὶ ἀρμεγός.

Σημασιολογία

1) Ἀρμεγιˬά, ὃ ἰδ., Κρήτ.-ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ.: Καιρὸς ἀρμεγῆς ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Πηλίνη ὑδρία Καρπ.: ᾊσμ. Ἄν εἶν᾿ καὶ θές με γιὰ φαεῖ, φέρνω σου δυˬὸ περδίκιˬα, κιˬ ἂν καὶ θές με γιˬὰ κρασί, φέρνω ’μουργὴ γεμάτη. Ἄχου καὶ νά ’τον βολετὸ νὰ ξαναστρέφα πάλι τὰ νεᾶτα τὰ παντέρημα, τὰ πρωτινά μου κάλλη, νὰ πιˬῶ κρασὶ μὲ τὴ ’μουργὴ νὰ νυχτοξεφαντώσω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/