ἄρμεγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρμεγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄρμεγμα τό, ἄλμεγμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄρμεγμα κοιν. ἄρμεμα Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ.) Τῆν. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. ἄρμεμαν Κύπρ. ἄρμιγμα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. κ.ἀ. ἄρμιμα Β. Εὔβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. Στερελλ. κ.ἀ. ἄρμιμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄρbεμα Σκῦρ. ᾽ρμέμα Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω.

Σημασιολογία

1) Ἄμελγμα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Καιρὸς γιὰ ἄρμεγμα. Χύθηκε τὸ γάλα ἀπάνω’ς. τ’ ἄρμεγμα κοιν. Τοῦ χτηνί’ τ᾿ ἄλμεγμαν Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγιά. β) Ἄντλησις οἴνου ἐκ τοῦ βαρελλίου Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) γ) Ἡ ἀπὸ τοῦ δένδρου συλλογὴ τῶν ἐλαιῶν (Ἀθηνᾶ 28,312). δ) Μεταφ. ἡ δι’ οἱουδήποτε τρόπου χρηματικὴ ἢ ἄλλη τις ἐκμετάλλευσίς τινος πολλαχ. 2) Τὸ ἀμελγόμενον ζῷον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Τσακίλ.) Τῆν.: Δὲν ἔχει ἄρμεμα Τῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/