ἀκρέμαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρέμαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκρέμαστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀκρέμαγος Πελοπν. (Τρίκκ. Συκεὰ Κορινθ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κρεμαστὸς<κρεμῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀνηρτημένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αφησε τὸ σακκάκι ἀκρέμαστο κοιν. Ἀφῆτ’ ἀκρέμαγα τά κρεμμύδιˬα - τὰ τυδώνιˬα κττ. Τρίκκ. 2) Ὁ μὴ ἀπηγχονισμένος κοιν. : Δὲν ἔμεινε ᾿ς τὰ εἰκοσιένα κἀνένας ἀκρέμαστος ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τοῦ χωριˬοῦ, ὅλους τοὺς ἐκρέμασαν οἱ Τοῦρκοι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/