ἀκριβαγοράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβαγοράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκριβαγοράζω πολλαχ. ἀκριβαγουράζου Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. ἀγοράζω.

Σημασιολογία

᾿Αγοράζω μὲ τιμὴν ὑψωμένην ἔνθ᾽ ἀν. : Τ᾿ ἀγόρασε καὶ τ᾿ ἀκριβαγόρασε πολλαχ. : Ἄσμ. Καὶ τ’ ἄρματά του ἀκριβὰ μὲ χίλιˬα δυˬὸ πλουμίδιˬα ἀπὸ τσῆ Πόλις τὸ τσαρσὶ ἀκριβαγορασμένα (τσαρσὶ₌ἀγορὰ) Κρήτ. Τὰ ροῦχα τὰ καλύτερα, τ᾿ ἀκριβαγορασμένα, ’ς τὸν Ἅδη πῶς τὰ βάνανε τὰ μαυραραχνιˬˬασμένα! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/