ἀρμεγὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμεγὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρμεγὸς ὁ, ἀλμεγὸς Χίος ἀμουργὸς Κάσ. Σύμ. Τῆλ. -Λεξ. Βλαστ ἀρμεγὸς Ἤπ. Θήρ. Ἰκαρ. Καρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Κῶς Λέρ. Μῆλ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χίος κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,38 -Λεξ. Βλαστ. ἀρμιγὸς Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) ἀρμεὸς Ἀμοργ. Θρᾴκ. Ἰκαρ. Κάσ. Κίμωλ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Φιλότ.) Νίσυρ. Σέριφ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. ἀρbεὸς Σκῦρ. ἀρμεὸ τό, Ἀνάφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμολγὸς (διαφόρου τοῦ Ὁμηρικοῦ ἀμολγοῦ) ἀναφερομένου ἐν τῷ Μ. Ἐτυμολ. 86,11 καὶ 129,7 διὰ τοῦ μεταβατικοῦ τύπ. *ἀρμογός, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀρμεγὸς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀρμέγω. ᾿Ιδ. ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 111 κἑξ. Πβ. καὶ HDawcic ἐν Byzant. Zeitschr. 27,225. Ὁ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,120 ἐτυμολογεῖ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἀρμέγω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ποῦ ἀμέλγει, ὁ ἀμέλγων Κάσ. Κῶς. Ἡ σημ. καὶ ἐν τῷ Μ. ᾿Ετυμολ. 129,7 «ἀμολγὸς ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγάρις 1. 2) Ἀγγεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἀμέλγουν Ἀμοργ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. ’Ικαρ. Κάρπ. Κάσ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λέρ. Λέσβ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) Σέριφ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Βλαστ.: ᾊσμ. Μιˬὰ μονοβύζαν ἤρμεξεν κ᾿ ἐννεˬὰ ᾿ρμεγοὺς ἐπιˬάσε κιˬ ἄλλην διβύζαν ἤρμεξεν κιˬ ἄλλους ἐννεˬὰ ἐπιˬάσε Χίος Εἴκοσι ἀρμεοὺς θὰ θέλῃς καὶ καζάνιˬα δεκοχτὼ καὶ σκαφίδιˬα κιˬ ἀμουργοὺς νὰ μὴν ἔχουν μετρημὸ Κάσ.-Ποίημ. Ν’ ἀρμέγῃς κάθε πρόβατο κ᾿ ἐννεˬὰ ἀρμεγοὺς νὰ βγάζῃς, ν᾽ ἀρμέγῃς κάθε γίδι σου κιˬ ἄλλους ἐννεˬὰ νὰ βγάζῃς ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μ. ᾿Ετυμολ. 86,11 «ἀμολγὸς σημαίνει...σκεῦος ἐν ᾧ ἀμέλγουσι τὸ γάλα οἱ ποιμένες». Συνών ἰδ. ἐν. λ. ἀρμεγάρι. β) Ἀγγεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἑκάστη γυνὴ μετὰ τὸ ἄρμεγμα χύνει τὸ γάλα πρὸς κοινὴν τυροκομίαν Νάξ. (Γαλανᾶδ.) γ) Ἀγγεῖον ἰδίας κατασκευῆς πρὸς διήθησιν καὶ καθαρισμὸν τοῦ γαλακτος Σκῦρ. δ) Δοχεῖον ἔχον εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος σωλῆνα διὰ τοῦ ὁποίου χύνεται τὸ ὑγρὸν Πελοπν. (Λακων.) ε) Δοχεῖον πρὸς ἄντλησιν ὕδατος Ἀνάφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνασυρτάρι. ς) Ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γαλακτοφόρου ζῴου Θήρ. 3) Ἡ ὥρα τοῦ ἀρμέγματος Κῶς. 4) Ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους καθ’ ἣν ἀμέλγονται τὰ πρόβατα Τῆλ. 5) Ὁ τόπος ὅπου ἀμέλγουν Λέσβ. (Ἀγιάσ.): Κάθα μαριˬόλους κάθιτι ᾿ς τοὺν ἀρμιγὸ τσὶ τζ’bᾷ τοὺ μ᾿νιˬάτ᾿κου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμεγῶνας 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/