ἀκριβαναθρέφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβαναθρέφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβαναθρέφω ἐνιαχ. ἀκριβανερθεύγω Νάξ. (’Απύρανθ.) Μετοχ. ἀκριβαναθρεμμένος Κρήτ. Νίσυρ. κ. ἀ. ἀκριβαναθριμμένους Θράκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀκριβανερθεμμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀκριονεθρεμμένος Κάσ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀκριβαναθρέφω. Πβ. Θυσ. ᾽Αβραὰμ στ.433 (ἔκδ. ELegrand) «ξύπνησε, κανακάρικο κι ἀκριβαναθρεμμένο, | νὰ πᾶς εἰς τὴν ξεφάντωσι ποῦ σ’ ἔχουν καλεσμένο».
Σημασιολογία
᾿Ανατρέφω μετὰ μεγάλης προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, συνήθως ἐν τῇ μετοχ. ἀκριβαναθρεμμένος ἔνθ᾽ ἀν. : Κρῖμας ἐδὰ ποῦ σ᾿ ἀκριβαναθρεύγω κι ἀπέκε͜ιο μήτ᾽ ἀγαπᾷς με μήτε ξέρεις το! ᾿Απύρανθ. Δὲν θέλω 'ὼ κλαίῃ τ’ ἀκριβανερθεμμένο κωπελλάκι μου ! αὐτόθ. || Ἄσμ. Μοναχογιˬὲ τῆς μάννας σου καὶ πρῶτε τοῦ κυροῦ σου κιˬ ἀκριονεθρεμμένε μου μέσα ’ς τοὺς ἐικούς σου (ἐικοὺς₌ἰδικοὺς) Κάσ. ᾽Ακριβανεθρεμμένη μου, πῶς κάμνεις μέσ᾽ ᾽ς τὸ χῶμα χώρις σεντόνι καθαρὸ καὶ χώρις μαξιλλάρι! (μοιρολ.) Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA