ἀκριβένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβένω κοιν. Πόντ. (Κοτύωρ) ἀκριβύνω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿κριβένω Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ὑπερτιμῶ τι, πωλῶ εἰς μεγαλυτέραν ἢ πρότερον τιμὴν ἐμπόρευμά τι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. ᾿΄Οφ. Τραπ. Χαλδ.): Ὅλο καὶ ἀκριβένει τὰ παπούτσιˬα₋τὰ ρουχικὰ κττ. ᾽Ακρίβυνε πολὺ τὰ χόρτα κοιν. Τ᾽ ἀκριβάναν ὅλα Κίμωλ. Οἱ πακάλ’ ἐκρίβυναν τὸ βούτορον Κερασ Τραπ. Χαλδ. Καὶ ἀμβτ γίνομαι ἀκριβός, πωλοῦμαι εἰς μεγαλυτέραν τιμὴν ἢ πρότερον κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. ᾿΄Οφ. Τραπ. Χαλδ.) : ᾿Ακρίβυνε τὸ γάλα-τὸ κρέας-τὸ ψωμὶ καὶ ὑποφέρουν οἱ φτωχοὶ κοιν. || Φρ. ᾿Ακριβένεις;-Λιγοστεύω (αὐξανομένης τῆς τιμῆς πράγματός τινος ἐλαττοῦται ἡ ζήτησίς του) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. || Παροιμ. Ἔννο͜ια τὸν ηὗρεν τὸν κ-κέλην, ἂν ἀκρίβυνεν τὸ χτένιν (κ-κέλης₌ψωριῶν τὴν κεφαλήν. Ἐπὶ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ δεινὰ μὴ εἰς αὐτὸν ἀφορῶντα) Κύπρ. 2) Καθίσταμαι δαπανηρός, ἀπαιτῶ πολλὰς δαπάνας σύνηθ. : Ἡ ζωὴ ἀκρίβυνε. Πβ. ἀκριβεύω, ἀκριβιˬάζω, ἀκριβίζω, ἀκριβώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA