ἀκριβεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβεύω Σῦρ. -Λεξ. Λάουνδ. Περίδ. ἀκριβέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέσ. ἀκριβεύομαι Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κεφαλλ Κύπρ. ἀκριβεύουμι Θράκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀκριβεύω.
Σημασιολογία
1) ᾽Ακριβολογῶ, διακριβῶ Καλαβρ. (Μπόβ.) 2) Φείδομαι, φειδωλεύομαι Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Θράκ. (Μάδυτ. κ. ἀ.) Κύπρ. -Λεξ. Περίδ. : Τὸ κρέας ἔχει σαράντα δραμὲς ἡ ὀκὰ καὶ ἀκριβεύεται κἀνεὶς νὰ πάρῃ Ἁλμυρ. ᾽Ακριβεύκι νὰ πάρ’ μνιˬὰ οὐκὰ ψάριˬα νὰ φά’ μὶ τὴ ᾽ναῖκα τ᾿ Μάδυτ. ΙΙ Ἆσμ. Ταί γιˬατὰ μὲν τὸν ποιητὴν μόνοι σας νὰ σκεφτῆτε,γιˬὰ μιˬὰν μπακ-κίραν εἴτε δκυˬὸ νὰ μὴν ἀκριβευτῆτε (μπακ-κίρα=χαλκοῦν τι νόμισμα) Κύπρ. β) Δυσκόλως ἐπικοινωνῶ τοῖς ἄλλοις, σεμνύνομαι, καμαρώνω Κεφαλλ.: Ὁ δεῖνα ἀκριβεύεται. 3) Ὑπερτιμῶμαι, γίνομαι ἀκριβὸς Σῦρ -Λεξ. Περίδ : Τώρᾳ ἀκριβέψανε ὅλα Σῦρ. Πβ. ἀκριβένω, ἀκριβιˬάζω, ἀκριβίζω, ἀκριβώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA