ἀκριβοεξετάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοεξετάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοεξετάζω ἀμάρτ. ἀκριβοξετάζω Θράκ.-Λεξ.Λάουνδ. ἀκριβουξιτάζου Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. ἐξετάζω.
Σημασιολογία
Ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, λεπτομερῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA