ἀκριβοθώρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβοθώρητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκριβοθώρητος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀκριβουθώρ’τους βόρ. ἰδιώμ. ἀκριβοθώρετος Κρήτ. Κύθηρ. Πάρ. Πόντ. (Κερασ.) Σύμ. ἀκριβοθώρατος Μεγίστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκριβοθωρῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ διὰ χρόνου ἢ σπανίως βλεπόμενος ἔνθ᾽ἀν. : Ἔγινες-εἶσαι ἀκριβοθώρητος, δὲ μᾶς ἔρχεσαι πεˬὰ σύνηθ. Ἀκριβοθώρητος, Κωσταντῆ, μῆνες νὰ σὲ δοῦμεν Κύπρ. ᾿Ακριβοθώρητος ἐγένουσου Οἰν. Συνών ἀκριβοθωρημένος (ἰδ. ἀκριβοθωρῶ). 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δυσκόλως δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, δυσπρόσιτος, δυσπρόσοδος Ζάκ. Κρήτ. Πάρ. Πβ. ἀκριβομίλητος 2. 3) Πολύτιμος ΚΠαλαμ. ᾽Ασάλ. ζωὴ2 121: Ποίημ. Φύτρωσαν ἄντρες πολεμόχαροι | σὰν τὰ διαμάντιˬα ἀκριβοθώρητοι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/