ἀκριβοθωρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοθωρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοθωρῶ ἀμάρτ. ἀκριβουθουρῶ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Μετοχ. ἀκριβοθωρημένος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. θωρῶ.
Σημασιολογία
1) Βλέπω μετὰ προσοχῆς Θράκ. (᾿Αδριανούπ.) 2) Μετοχ. ἀκριβοθωρημένος, ὁ σπανίως βλεπόμενος Κύπρ.:Ἆσμ. Καλῶς ἦρτεν ᾿Αχμὲτ dᾶς ἀκριβοθωρημένος Κύπρ. Συνών. ἀκριβοθώρητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA