ἀκριβοκανακάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοκανακάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκριβοκανακάρις ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. ἀκριοκαναρά Κάσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἀκριβὸς καὶ κανακάρις.
Σημασιολογία
Ὁ πολλῶν τυγχάνων θωπειῶν: Ἆσμ. Μερτιˬά μου χρουσοπράσινη, ἀκριοκανακαρά μου, νὰ μπόρουν νὰ σ’ ἀνέσπαα, νὰ σ’ ἤφερνα κοντά μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA