ἀκριβοκοιτάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοκοιτάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοκοιτάζω Θράκ. -Λεξ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. κοιτάζω.
Σημασιολογία
Περιποιοῦμαι πολύ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA