ἀκριβομόναχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβομόναχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκριβομόναχος ἐπίθ. Θρᾴκ. ἀκριβουμόναχους Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἀκριβὸς καὶ μοναχός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐντελῶς μοναδικός, συνήθως ἐπὶ τέκνου μονογενοῦς ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα τό ’χα ἀκριβουμόναχου κι αὐτὸ σκουτώθ’κι ’ς τοὺν πόλιμου Θρᾴκ. Τ᾽ ἀκριβουμόναχου μ᾿ τοὺ πιδί! αὐτόθ. 2) Ὁ τυγχάνων πολλῶν θωπειῶν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. χαϊδεμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/