ἀκριβοποτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβοποτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκριβοποτίζω ΣΖαμπελ. Ἄσματ. δημοτ. 723.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. ποτίζω.

Σημασιολογία

Ποτίζω μετ᾿ ἀγάπης : Ἆσμ. Μὰ γιˬὰ χατήρι τῆς κυρᾶς νὰ μακροταξιδέψω, ὁποὺ μ᾽ ἀκριβοτάγιζε ’ς τὀ γῦρο τῆς ποδιˬᾶς της κιˬ ὁποὺ μ᾿ ἀκριβοπότιζε ’ς τὴ χούφτα τοῦ χεριˬοῦ της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/