ἀκριβοπουλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοπουλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοπουλῶ πολλαχ. ἀκριβουπουλῶ Λυκ (Λιβύσσ.) ἀκριβουπ’λῶ Μακεδ κ. ἀ. ᾿κριβουπουλῶ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. πουλῶ.
Σημασιολογία
Πωλῶ εἰς τιμὴν μεγάλην͵ ἀνωτέραν τῆς συνήθους ἔνθ’ ἀν. : Γνωμ. ’Ακριβοπούλε͜ιε καὶ δίκαια ζύγιˬαζε (ἐπιτρέπεται μὲν νὰ πωλῇ τις ἀκριβά, ἀλλ᾽ εἶναι ἀθέμιτον τὸ νὰ ἀπατᾷ τὸν ἀγοραστὴν εἰς τὸ βάρος τοῦ πωλουμένου πράγματος) Χίος κ. ἀ. || Ἆσμ. ’Κριβουπουλῶ τὴ μάνα μου κἀνεὶς νὰ μὴ τὴν πάρῃ Καταφύγ. Νὰ μὴν ἐξικοζύγιˬαζες, νὰ μὴν ἀκριβοπούλεις Πελοπν. (Δημητσάν. κ. ἀ.) Συνών. μοσκοπουλῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA