ἀκριβὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκριβὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Οἰν Ὄφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀκρ’βὸς Πάρ. (Λεῦκ.) ἀριβὸ Τσακων. ἀκζβὸ Τσακων. ἀκριὸς Κάρπ. ἀκριφὸς Πόντ. (Κοτύωρ.) ἄκρεβος Πόντ. (᾿Αμισ.) ’κριβὸς Ἰκαρ. Μύκ. Ρόδ. Χίος ᾿κριπὸ ᾿Απουλ. κινιπὸ ᾿Απουλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀκριβὴς₌ἀκριβὴς ἐν πάσῃ λεπτομερεία, αὐστηρὸς ἐν πάσῃ σχέσει καὶ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν. Περὶ τῆς τροπῆς τῆς καταλ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,10.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ πωλῶν εἰς μεγάλην τιμὴν κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.Χαλδ. κ. ἀ.): ᾿΄Εμπορος ἀκριβὸς κοιν. ᾿Ακριβὸς μαγαζάτουρας Στερελλ. (Αἰτωλ.) β) Φειδωλός, φιλάργυρος,γλίσχρος σύνηθ. καὶ Πόντ (᾿Αμισ. Κερασ.): Εἶναι ἀκριβός, δὲ δίνει αὐτὸς Πελοπν (Λακων.) Ξέρεις τί ἀκριβὸ κωπέλλι εἶν᾽ αὐτό; δὲ δώνει τ᾿ ἀgέλου dου νερό! Νάξ. Εἶναι ἕνας ἀκριβός, νὰ σὲ φυλάῃ ὁ Θεός ! Πάρ. Κιˬ αὐτὴ σὰν τοὺν ἄdρα τ’ς εἶν’ ’ἀκριβε͜ιὰ Θεσσ. || Γνωμ. Ὁ ἀκριβὸς διπλὰ πλερώνει (διότι ὁ φιλάργυρος ἐπιθυμῶν νὰ κερδίσῃ ἀγοράζει εὐθηνὸν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ὅμως καταστρέφεται ταχύτερον) Ἤπ. ᾿Ακριβὸς καὶ ψεύτης γλήγορα συβάζονται (εἰς τὰς υπερβολικὰς ἀπαιτήσεις τοῦ φιλαργύρου ταχέως ὑποχωρεῖ ὁ μηδεμίαν κατὰ νοῦν ἔχων νὰ ἐκπληρώσῃ ἀπαίτησιν ψεύστης) Ζάκ. Ἀπὸ ἀκριβὸ λαβαίνεις, ἀπὸ φαγᾶ τίποτε δὲν παίρνεις! Αἴγιν. ᾽Ακριβὸς κελλάρις εἶναι πάντα κελλάρις (ἐπὶ τῶν οἰκονόμων, οἵτινες ποτὲ δὲν στεροῦνται τῶν ἀναγκαίων) Ἤπ. Πελοπν. Ὁ ἀκριβὸς ’ς τὴν ὥρα του κι ὁ φαγᾶς καθόλου (ὁ φειδωλευόμενος ἔχει τὰ ἀναγκαῖα ἐν πάσῃ περιστάσει νὰ περιποιηθῇ ξένον, ἀλλ᾿ ὁ λαίμαργος ὄχι) Νάξ.(’Απύρανθ.) ᾽Ακριβὸς θαρεῖ κερδίζει, μὰ φυρᾷ καὶ δὲν τὸ νο͜ιώθει (ὁ φειδωλευόμενος εἰς τὰς ἀναγκαίας δαπάνας πρὸς συντήρησιν ἢ καλλιέργειαν τῶν κτημάτων του δὲν κατανοεῖ ὅτι πολὺ μεγαλυτέρα εἶναι ἡ ἐκ τοιούτων οἰκονομιῶν ζημία. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ 1,420) πολλαχ. Ἀκριβὸς ’ς τὰ πίτουρα καὶ φτηνὸς 'ς τ' ἀλεύρι (ἐπὶ τοῦ ποιοῦντος μὲν οἰκονομίας ἀσημάντους, διασπαθίζοντος δὲ ἀλόγως ἐν ἄλλαις περιστάσεσι τὴν περιουσίαν του) πολλαχ. Τῶν ἀκριβῶν τὰ χρήματα σὲ χαροκόπου χέριˬα (τοὺς φιλαργύρους συνήθως κληρονομοῦν σπάταλοι. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ.1,429) πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 2) Ὁ πωλούμενος ἐν τιμῇ μεγάλῃ, ἐν τιμῇ ἀνωτέρα τῆς συνήθους κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Πόντ.(᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. ᾿΄Οφ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): ᾽Ακριβὸ γάλα-κρέας-ροῦχο-ψωμὶ κττ. κοιν. || Παροιμ. φρ.: ᾽Ακριβό, ἀλλὰ τ᾿ ἀξίζει (ἐπὶ ἀδιακρίτου χρησιμοποιοῦντος πολύτιμον ξένον πρᾶγμα, ἀδιαφοροῦντος δὲ περὶ τῆς φθορᾶς του) Πελοπν. (Μεσσ.) ’Ακριβὲς οἱ σαλάτες του Πελοπν. (Λακεδ.) ἢ ᾿Ακριβὰ τὰ σφουγγᾶτα του ᾿΄Ηπ. ἢ ᾿Ακριβὰ εἶναι τ᾿ ἅι-Γεˬωργιˬοῦ τὰ σφουgᾶτα Κρήτ (λέγεται ὑπὸ τοῦ ἐκ σφαλερᾶς προσδοκίας περὶ εὐκόλου ἐπιτυχίας πράγματός τινος ἐξαπατωμένου, ἀναγκαζομένου δὲ νὰ πληρώσῃ πολλαπλάσια διὰ τὸ ἀποκτώμενον. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,419) Γνωμ. Τ᾽ ἀκριβὸ πρᾶγμα εἶναι καὶ φτηνὸ (διότι ἕνεκα τῆς καλῆς του ποιότητος διαρκεῖ περισσότερον χρόνον) σύνηθ. β) Ὁ ἔχων τιμὴν μεγάλην ἕνεκα τῆς ἐσωτερικῆς του ἀξίας, πολύτιμος σύνηθ. : Τὰ διˬαμάντιˬα εἶναι ἀκριβά, δὲν τὰ φορεῖ κάθε ἕνας σύνηθ.: γ) Ὁ ἀπαιτῶν πολλὰ ἔξοδα σύνηθ.: Ἡ ζωὴ εἶναι ἀκριβή. Τὰ ταξίδιˬα εἶναι καλά, ἀλλ’ ἀκριβά. δ) Τὸ οὐδ. οὐσ., πρᾶγμα πολύτιμον ᾽Ελευσ.: Τ’ ἀκριβά τους ὅλα, ἄρματα, χαϊμαλιˬά, ἀσήμιˬα, τά ᾽χαν τάμα ἐδῶ ᾽ς τὴν Παναγιˬά. Β) Μεταφ. 1) Ὁ σπανίως βλεπόμενος Ἤπ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ. : Παράγινι ἀκριβὸς Αἰτωλ. ᾿Ακριβὸς μᾶς φάνηκες τοῦτο τὸ καλοκαίρι Ἤπ. Συνών. ἀκριβοθώρητος 1. β) Ὁ σπανίως ἀκουόμενος Μακεδ. ᾿Ακριβά ᾽νι τὰ λόγιˬα τ’. 2) Ὁ λίαν προσφιλής, ἀγαπητός, συνήθως ἐπὶ τέκνου μονογενοῦς (ἐπειδὴ τὰ πολύτιμα πράγματα θεωροῦνται ἄξια πολλῆς ἀγάπης καὶ φυλάξεως) σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): ᾿Ελα ἐδῶ, ἀκριβέ μου ! Τὴν ἔχει μονάχη κι ἀκριβὴ σύνηθ. Τοὺν ἔχ’ν ἀκριβὸ οἱ γουνέοι τ᾽ (μονογενῆ) || Φρ. Καὶ ’ς τ’ ἀκριβά σου ! (εὐχὴ λεγομένη ἐν γάμῳ πρὸς τὸν ἔχοντα τέκνα) πολλαχ. ’Σ τσοὶ ἀκριβές σου χαρές ! (εὐχὴ) Θήρ. Νὰ χαρῇς τ’ ἀκριβό σου στεφάνι ! (εὐχὴ) Κρήτ. || Γνωμ. Ὅπ’ ἔχει κόρη ἀκριβὴ | τοῦ Μάρτι ὁ ἥλιος μὴν τὴν δῇ (διότι κατὰ λαϊκὴν πρόληψιν ὁ ἥλιος τοῦ Μαρτίου μαυρίζει τὸ πρόσωπον) Πάρ. Πελοπν. (Ἄργ.) κ. ἀ. Ὅπ᾽ ηὗρε φίλο ἀκριβό, ηὗρε μεγάλο θησαυρὸ Ζάκ. || Ἆσμ. Λείπει καὶ μένα ἡ μάννα μου ἀφ᾽ τ᾽ ἀκριβό της σπίτι Ἰων. (Σμύρν.) Πῶς μοῦ παίρνουν τὸ φιλεῖ, ποῦ μ’ ἔχ᾽ ἡ μάννα μ᾿ ἀκριβή; Βιθυν. Καὶ μοναχὸν καὶ ἀκριβὸν κ᾿ ἡ μάννα τ᾿ ἄλλον ’κ’ ἔει Κερασ. Πβ. ἀκριβογιˬός, ἀκριβοθυγατέρα, ἀκριβοκορούλλα, μονάκριβος. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν Μ. ᾿Ακριβὴ ἡ, σύνηθ. ᾿Ακριβώ ἐνιαχ. ᾿Ακρίβου Θράκ. Στερελλ. (Αἰτωλ) Καὶ ἐπών. Ἀκριβὸς ᾿Αθῆν. κ. ἀ. 3) Ἐπίσημος Κάρπ. Νίσυρ. Ρόδ Χίος: Ἄσμ. Κάθε Λαμπρή, κάθε γεˬορτή, καθ᾿ ἀκριβὴν ἡμέραν σκύφτει τὸ φυλλοκάλαμο φιλᾷ τὴ λεμονίτσα Κάρπ. Ρόδ. 4) ᾿Ενδοξος, ὀνομαστὸς Κάρπ. κ.ἀ.: Ἄσμ. Νά ’ναι ἀπ᾽ ἀκριβὴ γενεˬὰ κι’ ἀπὸ μεάλο σόι Κάρπ. Στολίσετέ τον τὸ γαμπρὸ νὰ μὴ τοῦ βροῦν ψιχάδι, γιˬατ᾿ εἶναι π᾿ ἀκριβὴ γενεˬὰ καὶ κάνει του τὸ χάδι(ψιχάδι₌ψεγάδι, κάνει₌ἁρμόζει) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA