ἀκριβώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβώνω Χίος κ. ἀ. ἀκριβών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός.
Σημασιολογία
Μετβ. πωλῶ εἰς μεγαλυτέραν ἢ πρότερον τιμήν, ὑπερτιμῶ Κύπρ. : ᾿Ακρίβωσες σὴμ-μερα τὲς πατάτες. Καὶ ἀμτβ. πωλοῦμαι εἰς μεγαλυτέραν ἢ πρότερον τιμήν, ὑπερτιμῶμαι Κύπρ. Χίος : ᾿Ακρίβωσεν πολλὰ τὸ σιτάριν Κύπρ. ᾿Εκρίβωσε τὸ κρεˬὰς καὶ δὲν τρώγεται πεˬὰ Χίος. Πβ. ἀκριβένω, ἀκριβεύω, ἀκριβιˬάζω, ἀκριβίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA