ἀκρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκρίδα ἡ, κοιν. ἀκρίδα Λέσβ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκρίς.
Σημασιολογία
1) Τὰ διάφορα εἴδη τῶν ἀκρίδων τῆς οἰκογενείας τῶν᾽ ἀκριδιδῶν (acrididae) μὲ μικρὰς τὰς κεραίας καὶ τῆς οἰκογενείας τῶν λοκουστιδῶν (locustidae) μὲ τὰς κεραίας μεγάλας, τῆς τάξεως τῶν ὀρθοπτέρων (orthoptera), τὰ γνωστὰ ἀδηφάγα ἔντομα μὲ μακρὰ λεπτὰ ἄκρα σύνηθ. : Φρ. Ἔπεσεν ἀκρίδα (ὡς θεομηνία). Τρώει σὰν ἀκρίδα (ἐπὶ τοῦ πολυφάγου). Εἶναι μιˬὰ ἀκρίδα (ἐπὶ τοῦ ἁρπακτικοῦ ἀνθρώπου) πολλαχ. ᾿Εγίνηκε σὰν ἀκρίδα (ἐπὶ τοῦ ἰσχνοῦ) Κεφαλλ. ’Ακρίδες τρώς καὶ δὲν παχαίνεις ; (πρὸς ἰσχνόν. Ἡ μεταφ. ἐκ τῆς τροφῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου εἰκονιζομένου ἰσχνοῦ) αὐτοθ. Πβ. ἀγριμούτσα. 2) Ὁ γρύλλος τῆς οἰκογενείας τῶν γρυλλωδῶν (gryllidae) τῆς τὰξεως τῶν ὀρθοπτέρων (orthoptera), ὅμοιος πρὸς ἀκρίδα Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA