ἀκριμα͜ιὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριμα͜ιὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκριμα͜ιὸς ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. Θηλ. ἀκριμαία Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιμα͜ιός. ᾽Ιδ ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 240 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐν τῇ ἄκρᾳ εὑρισκόμενος, ἀκραῖος Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. : ᾿Ακριμα͜ιὸ μιτάρι (ὁ ἀκραῖος μίτος ἐν τῷ ὑφαντικῷ ἱστῷ) Κρήν. Συνών. ἀκριανός, ἀκριˬάρις, ἀκριναῖος, ἀκρινός. 2) Τὸ δηλ. ἀκριμαία οὐσ., ἄκρα τοῦ δέρματος, ἥτις μὴ δυναμένη νὰ χρησιμοποιηθῇ εἰς ἄλλας ἐργασίας ἀποκόπτεται εἰς ἱμάντας Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA