᾿Ακρίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
᾿Ακρίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
᾿Ακρίτης ὁ, Καππ. Πόντ. ᾿Ακρίτες Πόντ. (Κερασ.) ᾿Ακρίτας Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. κύριον ὄν. ’Ακρίτης. Πβ. καὶ ἀρχ. Δωρ. ὄν. ᾿Ακρίτας.
Σημασιολογία
Ὡς ἐπώνυμον καὶ κύριον ὄνομα διδόμενον εἰς τοὺς ἥρωας τῶν ’Ακριτικῶν ᾀσμάτων καὶ δὴ τὸν Βασίλειον Διγενῆ, οἱ ὁποῖοι ἐφύλαττον τὰ ἄκρα, τὰ ὅρια δηλ τοῦ Βυζαντιακοῦ κράτους ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. ᾿Ακρίτας ὅντας ἔλαμνεν ἀφκά ᾽ς σήν ποταμέαν, ἐπῆγεν κ᾿ ἔρθεν κ᾽ ἔλασεν, ἐποῖκεν πέντ’ αὐλάκιˬα (ἀφκά₌κάτω, ἔλασεν₌ὤργωσε) Πόντ. Ἀκρίτη μου, γιˬὰ φά᾿͵ γιˬὰ πιˬέ, γιˬὰ βγάλ’ ἕνα παιγνίδι Καππ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾽ ’Ακρίτα Χίος ᾿Ακριτάντων Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA