ἄκριτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκριτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκριτος ἐπίθ. (ΙΙ) Ἤπ. Θράκ. (Μυριόφ.) Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) ἄκριτους Θεσσ. Θράκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αρτοτ.) ἄκριντος Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κριτός<κρίνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὁμιλῶν Ἤπ. Θράκ. (Αἶν. Μυριόφ.) Κρήτ.Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἄκριτος ξαπλώθηκε κατὰ γῆς σὰν πεθαμένος Ἤπ. Πάου ᾿ς τὴ βρύσι ἄκριτ’ (χωρὶς νὰ ὁμιλῶ) Αἰτωλ. Βγάλι κρίσ’ ᾽ μὴ μέ’ς ἄκριτους Αἰτωλ. Συνών. ἀμίλητος. β) Ὁ λέγων ὀλίγα, ὀλιγολόγος Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Αρτοτ.): Αὐτὸς εἶνι ἄκριτους ἄνθρουπους Αἰτωλ. ’Αντίθ. λογᾶς, πολυλογᾶς. 2) Ὁ ἐν καταστάσει ἀπολύτου σιγῆς ἐνεργούμενος Ἤπ. Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ.: Φρ. Ἄκριτο νερὸ (ὕδωρ ἀντληθὲν ἐν σιωπῇ χωρὶς νὰ ὁμιλῇ ὁ ἀντλῶν, ὅπερ ἀντλούμενον συνήθως κατὰ τὸ μεσονύκτιον θεωρεῖται θεραπευτικὸν πολλῶν νόσων, βασκανίας, καταδέσμου, νευρικῶν νοσημάτων κτλ.) Ἤπ. Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ. Συνών. ἀμίλητος. 3) ᾽Ακοινώνητος, ἀπρόσιτος Ἤπ. Θράκ. (Μυριόφ.)Πβ. ἀμίλητος. 4) Ἄρρητος, ἄφθαστος, μέγιστος Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.): Ἡ νοικοτυρωσύνη της ἦταν ἄκριτη Τρίκκ. Ἡ καλωσύνη του εἶναι ἄκριτη ! Σουδεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/