ἀστράκι (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστράκι (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστράκι τό, (ΙΙ) σύνηθ. ἀστρά’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄστρο.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν ἄστρον σύνηθ.: Μέσ’ ἀπὸ τὰ σύννεφα φάνηκε ἕν᾽ ἀστράκι. Νύχτα σκοτεινὴ δίχως νὰ λάμπῃ κἀνένα ἀστράκι σύνηθ. || ᾎσμ. ’Κεῖνο τ’ ἀστράκι τὸ λαμπρὸ ποῦ πάει κοντὰ τὴ bούλε͜ια ’κεῖνο μοῦ φέγγει κ᾽ ἔρχομαι, Δεσπούλλα, ’ς τὴν αὐλή σου Πελοπν. (Τρίπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστερούδι. 2) Τὸ κοσμητικὸν φυτὸν ἀστὴρ ὁ Σινικὸς (aster chinensis) τοῦ γένους τοῦ ἀστέρος (aster) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) Θρᾴκ. (Κασταν.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁγιδημητριˬάτικος 2. 3) Ζυμαρικὸν κατ᾿ ἀστρόμορφα τμημάτια σύνηθ. Συνών. ἀστρουλλάκι. 4) Εἶδος χαρταετοῦ ’Αθῆν. Συνών. ἀστέρι 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA