ἀκροᾶμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροᾶμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροᾶμαι Κορσ. ἀκροει͜έμαι Μύκ. ἀκροῦμαι Θράκ.(᾿Αδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀκροῶμαι.

Σημασιολογία

1) ᾿Ακροάζομαι, ἀκούω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκροάζομαι 1. 2) Καλοῦμαι, ὀνομάζομαι. Συνών. ἀκούω Α 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/