ἀστράκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστράκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστράκωτος ἐπίθ. Κύπρ. (Γερμασ.) ἀστράχωτος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀστρακωτὸς τοῦ ἀρκτικοῦ ἀπροσλαβόντος διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου σημασίαν στερήσεως.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καταστὰς σκληρὸς διὰ καταπατήσεως, ἐπὶ γῆς Κύπρ. (Γερμασ.): ᾽Λ-λίος τόπος ᾿ποὺ τὴν στράταν ἔμεινεν ἀστράκωτος. 2) Ὁ μὴ ἔχων ἀστράχαν, ἤτοι ράφι, ἐπὶ οἰκίας Πελοπν. (Λακων.): ᾿Αστράχωτο σπίτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/